τριγωνέλ(λ)α

τριγωνέλ(λ)α
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που μοιάζει με το τριφύλλι και ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή τής τάξης φαβώδη και περιλαμβάνει 80 περίπου είδη μονοετών, κυρίως, ποωδών φυτών τα οποία είναι ιθαγενή τού Παλαιού Κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trigonella < λατ. trigonum (< τρίγωνον) + κατάλ. -ella].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριγωνίσκος — ο, Ν τριγωνέλ(λ)α. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνο + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. νεαν ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”